Gabriel Garcia Marquez
Κολομβιανός συγγραφέας, δημοσιογράφος και σεναριογράφος
6 Μαρτίου 1927 – 17 Απριλίου 2014
«…δεν είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι σταματούν να κυνηγούν όνειρα επειδή γερνάνε, γερνάνε επειδή σταματούν να κυνηγούν τα όνειρά τους…»
«Σ’ αγαπώ, όχι για το ποιος είσαι, αλλά για το ποιος είμαι εγώ όταν είμαι δίπλα σου»
Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγαλύτερους συγγραφείς της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.
Το τεράστιο έργο του, του χάρισε το 1982 το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Του πήρε σχεδόν μια εικοσαετία για να καταφέρει να γίνει συγγραφέας λογοτεχνίας χωρίς ανάγκη για άλλη απασχόληση. Δούλεψε ως δημοσιογράφος και εξέδωσε βιβλία και συλλογές διηγημάτων σε μικρούς εκδοτικούς οίκους, αλλά παρέμεινε γνωστός μόνο στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Ο συγγραφέας Τζέραλντ Μάρτιν αφηγείται την συναρπαστική του πορεία, δημιουργώντας μια βιογραφία τολμηρή και αποκαλυπτική όπως η δημοσιογραφία του Μάρκες, η πολυεπίπεδη και γεμάτη πάθος γραφή του.
Τα χρόνια με τους παππούδες του ήταν τα πιο καθοριστικά όχι μόνο για τη ζωή του, αλλά κυρίως για τη λογοτεχνική του διαμόρφωση. Η γιαγιά του και οι άλλες θείες του σπιτιού, ήταν οι φορείς της παράδοσης και της λαϊκής κουλτούρας. Τα παραμύθια και οι ιστορίες που του έλεγαν συχνά, για τους θρύλους της εποχής και κυρίως ο κόσμος των πνευμάτων μέσα στον οποίο ζούσαν καθόρισε τη φαντασία του. Η γιαγιά του ασχολιόταν περισσότερο με τον κόσμο των νεκρών παρά με αυτόν των ζωντανών και μάλιστα είχε πολλές δεισιδαιμονίες. Από την άλλη ο παππούς του εκπροσωπούσε την λογική, τον ρεαλισμό και την πραγματική ιστορία.
Ο ίδιος, σε μια συνέντευξή του είχε πει: “O παππούς ήταν η πιο σημαντική μορφή στη ζωή μου. Από τότε που πέθανε δεν μου έχει συμβεί τίποτε το ενδιαφέρον και ως σήμερα οι χαρές της ζωής μένουν ανολοκλήρωτες απλώς και μόνο επειδή δεν τις ξέρει ο παππούς”.
Μελέτησε τους μεγάλους συγγραφείς της Δύσης, μεταξύ αυτών τον Χεμινγουέϊ, τη Βιρτζίνια Γουλφ και τον Ουίλιαμ Φόκνερ, ενώ η ανάγνωση της “Μεταμόρφωσης” του Κάφκα, έμελλε να τον αφήσει κυριολεκτικά άναυδο και να αλλάξει τη μοίρα του συγγραφικού του πεπρωμένου, ακόμα και να καθορίσει τον μελλοντικό προσανατολισμό της φαντασίας του.
Παντρεύτηκε την αγαπημένη του Μερσέδες Μπάρτσα και το 1950 εγκαινίασε στην εφημερίδα el Heraldo μια καθημερινή στήλη με τίτλο “Καμηλοπάρδαλη” αφιερωμένη στη Μερσέδες η οποία είχε μακρύ και λεπτό λαιμό.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 βρέθηκε στην πόλη Μπαρανκίγια και καθώς δεν είχε χρήματα να νοικιάσει ένα κανονικό σπίτι, κατέληξε να μένει επί περίπου ένα χρόνο σε οίκο ανοχής, όπου το δωμάτιό του έμοιαζε περισσότερο με κλουβί 3 τετραγωνικών μέτρων. Όταν τα χρήματά του δεν έφταναν ούτε για αυτό, έδινε αντί ενοικίου στον θυρωρό ένα αντίγραφο από το τελευταίο του χειρόγραφο. Σε αυτή την περίοδο των μεγάλων στερήσεων, σύμφωνα με τον ίδιο είχε καπνίσει 30.000 τσιγάρα και χρωστούσε 120.000 πέσος. ‘Οταν τελικά ολοκλήρωσε το χειρόγραφό του, πήγαν μαζί με τη Μερσέδες να το ταχυδρομήσουν. Το δέμα θα κόστιζε 82 πέσος. Δεν είχαν τόσα και έτσι έστειλαν μόνο τα μισά φύλλα, μετά έβαλαν ενέχυρο μια θερμάστρα και ένα μίξερ και έστειλαν και το υπόλοιπο. Βγαίνοντας από το ταχυδρομείο, η Μερσέδες είπε: “Γκάμπο αυτό που μας λείπει τώρα είναι το βιβλίο να είναι χάλια”. Αλλά το βιβλίο ήταν το “Εκατό χρόνια μοναξιά”.
Αν και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του πολύ φτωχικά, από ένα σημείο και μετά έλυσε το οικονομικό του πρόβλημα για πάντα. Πλέον είχε την άνεση να ζητάει 50.000 δολάρια για μία ημίωρη συνέντευξη, ενώ διέθετε επτά σπίτια σε πέντε διαφορετικές χώρες στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη. Ταξίδευε πολύ, ζούσε πολυτελώς, ντυνόταν καλά και ξόδευε όσα χρήματα ήθελε.
‘Ηταν φίλος με τον Φιντέλ Κάστρο και αυτή η φιλία άρχισε το 1959 στην πρώτη επίσκεψη του συγγραφέα στην Αβάνα μετά την άνοδο του Κάστρο στην εξουσία.
Τα σημαντικότερα βιβλία του είναι τα εξής:
“Εκατό χρόνια μοναξιά” 1967
“Το φθινόπωρο του ταξιάρχη” 1975
“Χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου” 1981
“’Ερωτας στα χρόνια της χολέρας” 1985
“Ζω για να διηγούμαι” 2002
Οι πωλήσεις του βιβλίου του “Εκατό χρόνια μοναξιά” για το οποίο χρειάστηκε 14 μήνες για να το ολοκληρώσει, ξεπερνούν μέχρι σήμερα τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα.
Το ίσως πιο βαθιά τρυφερό βιβλίο του, είναι το αριστούργημα “Έρωτας στα χρόνια της χολέρας”. Κατατάσσεται ως το δεύτερο αριστούργημά του μετά το “Εκατό χρόνια μοναξιά” και είναι ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία του 20ου αιώνα.
Όταν έμαθε ότι διαγνώσθηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες και ότι πρέπει να δώσει την έσχατη μάχη αποχαιρέτησε φίλους και αγαπημένους, με ένα συγκλονιστικό πεζοποίημα που έγραψε ο ίδιος, το οποίο αρχίζει με τα εξής λόγια:
“Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως…”