Νικηφόρος Λύτρας
‘Ελληνας ζωγράφος και δασκάλος της ζωγραφικής
1832 – 13 Ιουνίου 1904
…Η αγάπη προς το ωραίον είναι η γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου…
Η προσμονή.
Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη (1865).
Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της Σχολής του Μονάχου, πρωτοπόρους στην διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα, και ο “γενάρχης” της νεοελληνικής ζωγραφικής.
Γιός λαϊκού μαρμαρογλύπτη, φεύγει από την Τήνο για την Αθήνα σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, για να παρακολουθήσει το τότε Σχολείο των Τεχνών. Μέντοράς του είναι ο Γερμανός διευθυντής της Σχολής, Λούντβιχ Τίερς, ο οποίος αντιλαμβάνεται την καλλιτεχνική ιδιοφυϊα του Λύτρα και αναλαμβάνει την καθοδήγησή του. Οι δάσκαλοί του ήταν οι αδελφοί Φίλιππος και Γεώργιος Μαργαρίτης, ο μοναχός Αγαθάγγελος Τριανταφύλλου, ο Raffaello Ceccoli και ο Λουδοβίκος Θείρσιος.
Ασχολείται με την “ιστορική ζωγραφική”, αντλώντας έμπνευση από την ελληνική μυθολογία και ιστορία. Το 1865 επιστρέφει στην Αθήνα και τον ερχόμενο χρόνο διορίζεται καθηγητής ζωγραφικής στο Πολυτεχνείο, παραμένοντας στη θέση αυτή μέχρι τον θανατό του.
ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΗ
Κυρίαρχο μοτίβο του έργου του, αποτελούν οι ηθικογραφικοί του πίνακες, με θέματα της ζωής στο χωριό και την πόλη, που ακτινοβολούν ολόκληρη τη θέρμη και την φωτεινή του αγάπη για την ελληνική ζωή και το αγνό ελληνικό σπίτι. Αν και είχε γνωρίσει τον ιμπρεσιονισμό, παρέμεινε πιστός στην ακαδημαϊκή παράδοση και ασχολήθηκε με όλες σχεδόν τις θεματογραφικές περιοχές: προσωπογραφίες, νεκρές φύσεις, ιστορικές σκηνές και μυθολογικά θέματα. Το σημαντικότερο όμως μέρος του έργου του αποτέλεσαν οι ηθογραφικές παραστάσεις, τις οποίες εκείνος ουσιαστικά εισήγαγε στην ελληνική ζωγραφική και περιλαμβάνουν σκηνές από την ελληνική επαρχία και τον αστικό χώρο, την ελληνική οικογένεια και τον κόσμο του παιδιού αλλά και θέματα από την Ανατολή. Ανανεωτής θεωρείται και στον τομέα της προσωπογραφίας, όπου είναι εμφανής η προσπάθεια ψυχολογικής διείσδυσης στην προσωπικότητα του εικονιζόμενου. Τα ταξίδια του στη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο πλούτισαν τους πίνακές του με αραπάκια, φελάχες, χότζες και άλλα στοιχεία του, της προσφιλούς στην Δύση μυστηριακής Ανατολής.
Διατήρησε για 38 ολόκληρα χρόνια την έδρα της ζωγραφικής στη Σχολή Καλών Τεχνών, από την οποία μετέφερε την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία, σε μια σειρά από σπουδαίους ‘Έλληνες ζωγράφους, όπως ο Γεώργιος Ιακωβίδης, ο Πολυχρόνης Λεμπέσης, ο Περικλής Πανταζής, ο Γεώργιος Ροϊλός και ο Νικόλαος Βώκος.
Ως επίσημος προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας της Αθήνας, φιλοτέχνησε ολόσωμα μνημειακά πορτρέτα μελών των οικογενειών Σερπιέρη, Καυτατζόγλου, και άλλων επιφανών Αθηναίων που συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά δείγματα της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα.
Το 1879 παντρεύτηκε με την Ειρήνη Κυριακίδη με καταγωγή από τη Σμύρνη με την οποία απέκτησαν 5 αγόρια και μία κόρη.
Το 1903 τιμήθηκε με τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, ενώ είχε πολλές φορές συμμετάσχει και τιμηθεί σε μεγάλες εκθέσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο Παρίσι και στη Βιέννη.
Μερικά από τα σπουδαία έργα του είναι τα εξής: “Η αρραβωνιασμένη”, “Τα Κάλαντα”, “Η αναμονή”, “Το φίλημα”, “Τα ‘Ανθη του Επιταφίου”, “Ψαριανό μοιρολόϊ”, “Η Ορφανή”, “Ο Μάγκας και τα Κάλαντα”, κ.α.
TΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Το αριστούργημά του “Τα Κάλαντα”, αποτελεί ένα συμβολικό έργο το οποίο περνά πολλά και σημαντικά μηνύματα. Απεικονίζει πέντε παιδιά διαφορετικής καταγωγής και εθνικότητας. Με αυτόν τον τρόπο, ο ζωγράφος υπνευθυμίζει το γνήσιο πνεύμα των γιορτών. Το τραγούδι και ο σκοπός του είναι κοινός. Δεν γνωρίζει διακρίσεις και χρώμα.
Λίγο πριν το τέλος της ζωής του, γίνεται αντιληπτό ότι τα έργα του διακατέχονται από την μελαγχολία των γηρατειών, του τέλους που πλησιάζει και από θρησκευτικές ανησυχίες και μηνύματα θανάτου, ενώ οι ασκητικές και μαυροντυμένες υπάρξεις με κέρινα πρόσωπα πήραν την θέση των λυγερόκορμων κοριτσιών. Το 1904 πέθανε από δηλητηρίαση που του προκάλεσαν οι χημικές ουσίες των χρωμάτων.
Τα Κάλαντα (1872).