Bertolt Brecht
Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής.
16 Σεπτεμβρίου 1925 – 14 Μαϊου 2015
…Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει…
…Μη φοβάστε τόσο πολύ τον θάνατο, όσο μια ανεπαρκή ζωή…
«Η όπερα της πεντάρας», Die Dreigroschenoper, γνήσια αφίσα από το Βερολίνο, 1928.
Γραμματόσημο από την πρώην Ανατολική Γερμανία που απεικονίζει τον Brecht και μια σκηνή από το θεατρικό έργο του «Η ζωή του Galileo».
Επαναστατικός, αντιεξουσιαστής, ανατρεπτικός και πρωτοπόρος στο θεατρικό του έργο. Επιχείρησε να απομακρύνει τη σύγχρονη δραματική τέχνη από τις συμβάσεις της θεατρικής ψευδαίσθησης, διατυπώνοντας και εφαρμόζοντας τη θεωρία του «επικού θεάτρου», που υπενθυμίζει διαρκώς στον θεατή, την ιστορική διάσταση των συντελούμενων επί σκηνής.
Κοινωνικό θέατρο με πολιτικούς στόχους.
Για τη σκηνή πιστεύει ότι δεν είναι ο χώρος που εκτυλίσσεται η δράση, αλλά ο χώρος όπου ο συγγραφέας αφηγείται και παραθέτει ορισμένα δραματικά γεγονότα. Για τα δρώμενα πιστεύει ότι δεν πρέπει να αποβλέπουν στη συναισθηματική κινητοποίηση και συμμετοχή του θεατή αλλά στην κινητοποίηση της κριτικής του σκέψης και στη διαμόρφωση μιας προσωπικής στάσης. Το θέατρο του Μπρεχτ έχει κοινωνικό περιεχόμενο και πολιτικούς στόχους. Επίσης ο Μπρεχτ έφερε μια σειρά από νέες τεχνικές, όπως η άμεση επικοινωνία του ηθοποιού με το κοινό, ο έντονος φωτισμός της σκηνής, η χρήση τραγουδιών για τη διακοπή της δράσης, η μεταφορά του κειμένου στο τρίτο πρόσωπο ή σε παρελθοντικό χρόνο στις πρόβες κ.α.
Αντιφατικός, είρων σε σημείο κυνισμού πολύ συχνά, ο συγγραφέας αυτός, πού έλεγε ότι έγραφε «σε βασικά γερμανικά» ώστε να καταλαβαίνουν οι πάντες, ήταν από μόνος του μια ολόκληρη εποχή. Τα έργα του είναι επαναστατικά , αντιεξουσιαστικά με χαρακτήρες που ισορροπούν ανάμεσα στη φωτεινή και τη σκιώδη πλευρά τους – δίχως να λείπουν από τις ιστορίες του οι διδαχές και τα μηνύματα: καταδίκη του πολέμου και του μιλιταρισμού και σαφής επιρροή και έμπνευση από την μαρξιστική φιλοσοφία.
Γεννήθηκε στο ‘Αουσμπουργκ της Γερμανίας. Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, μεγάλωσε με μητέρα προτεστάντισσα και πατέρα εργοστασιάρχη. Παρόλο που μεγάλωσε σε ένα αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον με έντονο θρησκευτικό στοιχείο, μεγαλώνοντας αναπτύχθηκε σε μια εξέχουσα διαλεκτική φιγούρα. Ως προσωπικότητα υπήρξε ένα ιδιότυπο μείγμα ανατρεπτικής διάθεσης και ρεαλιστικού συμβιβασμού με ένα θαυμάσιο χιούμορ που προσπαθούσε να εξισορροπήσει τους δύο πόλους. Πολλοί ήρωές του κινούνται ανάμεσα στην αρετή και το δόλο.
Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου (1917 – 1921), χωρίς να είναι επιμελής στις ιατρικές σπουδές του, αφού τον κέρδιζε ήδη η λογοτεχνία.
Τον Οκτώβρη του 1918 επιστρατεύεται ως νοσοκόμος και ζει από πρώτο χέρι τη φρίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνη την εποχή γράφει και το πρώτο ποίημά που τον έκανε γνωστό , το «Θρύλο του Νεκρού Στρατιώτη». ‘Οταν επιστρέφει από το μέτωπο, η μεγάλη Γερμανική Επανάσταση του 1918 έχει ήδη πνιγεί στο αίμα. Η συμμετοχή του στο κίνημα σταδιακά γίνεται όλο και πιο έντονη και λαμβάνει ενεργά μέρος στις λαϊκές διαδηλώσεις για τη δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.
Μπρεχτ – ‘Έγγαμος Βιος
Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, συνάντησε και εργάστηκε με τον συνθέτη Χανς ‘Αισλερ και ανέπτυξαν φιλία ζωής. Γνώρισε επίσης τη Χελένε Βάιγκελ, την μετέπειτα δεύτερη γυναίκα του, που το συνόδεψε αργότερα στην εξορία μέχρι το τέλος της ζωής του. Τον Ιανουάριο του 1919 η τότε 17χρονη εφηβική του αγάπη Πάουλα Μπάνχολτσερ του ανακοίνωσε πως έμεινε έγκυος, αλλά στην κίνηση του Μπρεχτ να τη ζητήσει σε γάμο, ο πατέρας της αποκρίθηκε αρνητικά και την έστειλε μακριά, σε ένα χωριό του Άλγκοϊ. Εκεί στις 31 Ιουλίου έφερε στον κόσμο ένα αγόρι, το οποίο ονόμασε Φρανκ (Frank Banholzer, 1919-1943), ένα όνομα εμπνευσμένο από τον θεατρικό συγγραφέα Φρανκ Βέντεκιντ (Frank Wedekind, 1864-1918), τον οποίο ο Μπρεχτ είχε ως πρότυπο. Το Νοέμβριο του 1922 νυμφεύθηκε την τότε σύντροφό του, τραγουδίστρια της όπερας Μαριάννε Τσοφ. Η κόρη τους Χαννε Μαριάννε Μπρεχτ(μετέπειτα ηθοποιός, γνωστή με το επώνυμο του συζύγου της ως Χαννε Χίομπ) γεννήθηκε τέσσερις μήνες αργότερα.
Ο Μαρξιστής & Αντιεξουσιαστής Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Ο Μπρεχτ άρχισε την καριέρα του ως δραματουργός με μια σειρά πειραματισμούς, επηρεασμένος από τις εξπρεσιονιστικές τεχνικές, όπως στο έργο του Βάαλ (Baal, 1918). Mε το αντιπολεμικό του έργο «Ταμπούρλα μες τη νύχτα» (1922) κέρδισε το Βραβείο Κλάιστ (Kleist-Preis). ‘Ηταν θαυμαστής του Φρανκ Βέντεκιντ, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από το κινεζικό και το ρωσικό θέατρο. Το «διδακτικό» και «ανθρωπιστικό» θέατρο που για χρόνια υπηρέτησε ο Μπρεχτ, απηχεί τη μαρξιστική ιδεολογία του. Τότε έγραψε και το λιμπρέτο της όπερας (με μουσική του Κουρτ Βάιλ) «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ) (1930).
Το 1923 προσλήφθηκε βοηθός σκηνοθέτη στο γερμανικό θέατρο του Βερολίνου υπό την διεύθυνση του Μαξ Ράινχαρτ. ‘Αρχισε να φοιτά στη Μαρξιστική Εργατική Σχολή και μελέτησε τον διαλεκτικό υλισμό.
Με τη βοήθεια της δεύτερης συζύγου του Ελένε Βάιγκελ, ίδρυσε ένα γερμανικό θέατρο.
Την πρώτη του «επαφή» με τον Μαρξ την είχε το 1924. ‘Οταν άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια της τότε κρίσης, που τα μεροκάματα μειώνονταν και το ψωμί γινόταν πιο ακριβό, αποφάσισε να γράψει ένα θεατρικό έργο, το «Τζο Φλαϊσχάκερ από το Σικάγο», για να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί τρώμε το ψωμί πανάκριβο;». ‘Ομως οι εξηγήσεις των οικονομολόγων δεν τον ικανοποίησαν, καθώς και οι διάφορες θεωρίες της αστικής πολιτικής οικονομίας. ‘Οπως αναφέρει ο ίδιος: «Η κατανομή των σιτηρών στον κόσμο ήταν ακατανόητη. Εκτός από την άποψη μιας χούφτας κερδοσκόπων, από κάθε άλλη άποψη η αγορά αυτή των σιτηρών ήταν ένας βάλτος. Το δράμα που σχεδίαζα, δεν το έγραψα τελικά. Αντί γι’ αυτό άρχισα να διαβάζω Μάρξ. Ναι, μονάχα τότε διάβασα τον Μαρξ. Και μονάχα τότε ζωντάνεψαν ουσιαστικά τα σκόρπια, εμπειρικά, προσωπικά μου βιώματα και οι εντυπώσεις».
Μαρξισμός και Κινέζικος πολιτισμός.
Ο μαρξισμός αποτελεί σημαντική μονάδα στο έργο του αλλά δεν είναι η μόνη. Ο Μπρεχτ έρχεται σε επαφή με τον κινέζικό πολιτισμό αρκετά προτού ασπαστεί τον μαρξισμό, όταν στις αρχές του 20ου αιώνα Γερμανοί σινολόγοι μετέφραζαν τα κλασικά κινεζικά κείμενα, όπως τα «Ανάλεκτα του Κομφούκιου» κ.α.
Σταθερός στις κομουνιστικές του αντιλήψεις και φανερά αντιεξουσιαστής, προσπαθούσε από το διδακτικό και επαναστατικής διάθεσης έργο του να κάνει τον αναγνώστη-θεατή να δει την ωμή πραγματικότητα, που σε κανέναν δεν χαρίζεται και που οι πολλοί μπορούν να κάνουν τη ριζική αλλαγή έναντι του βάναυσου καπιταλισμού, που σκοτώνει δεκαετίες τις υπάρξεις τους. Μετά από τόσα χρόνια συνεχίζει να μένει επίκαιρος γιατί δυστυχώς ο πόλεμος για τα δικαιώματα, ειρήνη και ανθρώπινα όνειρα δεν έχει σταματήσει.
Το έργο του, θεωρητικό και καλλιτεχνικό, παραμένει επίκαιρο στο σήμερα, ακριβώς όπως τη στιγμή που το έγραφε. Παραμένει επίκαιρο, καθώς άνοιξε το δρόμο για μια τέχνη που μέσα από τη διαμόρφωση κριτικής στάσης και σκέψης, έχει σταθερό μέλημα και φροντίδα να βοηθήσει τους καταπιεσμένους, να τους οδηγήσει στα σωστά συμπεράσματα για τις αιτίες των δεινών τους και για τον τρόπο που θα μπορέσουν να τα εξαλείψουν. Αυτή η στάση αποτελεί αναγκαίο εφόδιο για τη σημερινή καλλιτεχνική δημιουργία, και συνεπώς συνολικότερα για τον αγώνα της εργατικής τάξης σήμερα.
Το καλλιτεχνικό ρεύμα που τον χαρακτηρίζει κατά πολλούς, είναι ο ντανταϊσμός σε συνδυασμό με τον μαρξισμό της εποχής υποστηρίζοντας την εργατική τάξη, τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και την άδικη εξαθλίωσή τους.
Στρατευμένος κατά του πολέμου.
Τα έργα του χαρακτηρίζονταν αρχικά από πνεύμα καταδίκης του πολέμου και του μιλιταρισμού, ενώ στη συνέχεια παρατηρείται μια αποφασιστική στροφή στη σκέψη και τη ζωή του, που εμπνέεται από τη μαρξιστική φιλοσοφία. Ο Μπρεχτ υπήρξε πολιτικός στοχαστής και στρατευμένος καλλιτέχνης, που γι’ αυτόν η τέχνη και η πολιτική ήταν ενωμένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Σημαντική ώθηση στη σχέση του με την εργατική τάξη και το κίνημά της έδωσε η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και η νέα ορμητική ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Γερμανία. Στην Ευρώπη της δεκαετίας του 1930 όπου τα ολοκληρωτικά καθεστώτα κέρδιζαν μέρα με την μέρα περισσότερο έδαφος, ο Μπρεχτ θα αναδειχθεί σε σφοδρό σχολιαστή – επικριτή του φασισμού. Οι παραστάσεις των έργων του διαλύονται από την αστυνομία. Τα βιβλία του θα καούν δημόσια στη μεγάλη πυρά της 10ης Μάη μπροστά στην όπερα του Βερολίνου το 1933 από τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο Μπρεχτ παίρνει το δρόμο της δεκαπεντάχρονης εξορίας.
Μπρεχτ – Εργογραφία & Τιμητική Διάκριση.
‘Ενα από τα πρώτα θεατρικά έργα που έγραψε ο νεαρός Μπρεχτ (1919) ήταν το μονόπρακτο «Μικροαστικοί γάμοι». Έγραψε τα σημαντικότερα έργα του, όταν αυτοεξορίστηκε (1933 – 1948) με την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία και έζησε επί χρόνια στην Σκανδιναβία και τις ΗΠΑ. Στις ΗΠΑ δέχθηκε έντονες διώξεις από το Μακαρθικό καθεστώς.
Μετά την επιστροφή του στη Γερμανία το 1949, ο Μπρεχτ αφιερώθηκε στην ποίηση και τη σκηνοθεσία των έργων του. ‘Εγραψε εκατοντάδες ποιήματα, χρησιμοποιώντας την ποίησή του για να επικρίνει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, συμπεριλαμβανομένων των Ναζί και της Γερμανικής Μπουρζουαζίας.
Η προσαρμογή της «Οπερας των ζητιάνων» του Τζον Γκέι με το όνομα «Η όπερα της πεντάρας» (1928) σε στίχους του Μπρεχτ και μουσική Κουρτ Βάιλ, προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και ο αντίκτυπός του επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ.
Τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο της ΛΓΔ το 1951 και με το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη το 1954.
Ανάμεσα στα έτη 1937 και 1945, ο Μπρεχτ έγραψε τα σπουδαιότερα έργα του: «Τρόμος και αθλιότητα του τρίτου Ραϊχ (1935-1939) «H ζωή του Γαλιλαίου», (1937-39), «Μάνα Κουράγιο και τα παιδιά της», (1936-39), «Ο Καλός άνθρωπος του Σετσουάν», (1935-41), «Ο κύριος Πούντιλα και ο υπηρέτης του Μάττι», (1940), «Η ανασχετική άνοδος του Αρθούρου Ούι», (1941), «Τα οράματα της Σιμόνης Μασάρ», (1940-43), «Ο Σβέικ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», (1942-43), και ο «Κύκλος με την κιμωλία», (1943-1945).
Μπέρτλοτ Μπρεχτ. «Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια».
(Κορυφαίο κείμενο του Μπρεχτ που έχει εξοριστεί από την Γερμανία, αλλά συνεχίζει να γράφει και να μάχεται με την πένα του κατά του φασισμού)
«Όποιος θέλει να πολεμήσει την ψευτιά και την αμάθεια και να γράψει την αλήθεια, έχει να ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες. Πρέπει να έχει το θάρρος να γράψει την αλήθεια παρόλο που παντού την καταπνίγουν, την εξυπνάδα να την αναγνωρίσει παρόλο που την σκεπάζουν παντού, την τέχνη να την κάνει ευκολομεταχείριστη σαν όπλο, την κρίση να διαλέξει εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θ’ αποκτήσει δύναμη, την πονηριά να τη διαδώσει αναμεσά τους. Αυτές οι δυσκολίες είναι μεγάλες για εκείνους που γράφουν κάτω από το φασισμό, υπάρχουν όμως και γι’ αυτούς που τους κυνήγησαν ή που έφυγαν ακόμα και για όσους γράφουν σε χώρες της αστικής ελευθερίας», γράφει μεταξύ άλλων στο περίφημο κείμενό του «Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια».
Πέθανε στις 14 Αυγούστου 1956, από θρόμβωση της στεφανιαίας αρτηρίας της καρδιάς στο Ανατολικό Βερολίνο.