Μια φορά κι ένα καιρό στην πλαγιά ενός βουνού ήταν δύο μικρά έλατα το ένα πλάι στο άλλο, έκαναν παρέα και ήταν πολύ καλοί φίλοι. Μαζί μεγάλωναν, μαζί ξυπνούσαν το πρωί, μαζί βρέχονταν το χειμώνα, μαζί λιάζονταν το καλοκαίρι, μαζί έπεφταν για ύπνο το βράδυ. Ήταν πολύ χαρούμενα που είχαν το ένα το άλλο και η ζωή τους περνούσε ήρεμα και όμορφα. Όταν ο αέρας είχε κέφια διασκέδαζαν και γελούσαν πολύ που τα κλαδιά τους μπλέκονταν μεταξύ τους.
Μία μέρα ήρθαν δυο άνθρωποι με ένα πριόνι κι έκοψαν το ένα από τα δύο έλατα γιατί το ήθελαν για τις γιορτές των Χριστουγέννων, να το βάλουν στο σαλόνι του σπιτιού τους και να το γεμίσουν με κάθε λογής στολίδια, αστραφτερές μπάλες και πολύχρωμα λαμπάκια που αναβοσβήνουν. Τα έλατα στεναχωρέθηκαν πάρα πολύ που τα χώρισαν και δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά το ένα το άλλο. Περισσότερο όμως λυπήθηκαν γιατί το ένα από τα δύο μετά από λίγες μέρες θα πέθαινε.Το έλατο έμεινε μόνο του παρέα με τον κομμένο κορμό και έκλαιγε βλέποντας ό,τι απέμεινε από τον φίλο του. Οι μέρες κυλούσαν δύσκολα και ο χειμώνας για το μοναχικό έλατο πέρασε με την ανάμνηση των παλιών όμορφων στιγμών.
Ήρθε το καλοκαίρι και ο ήλιος απλώθηκε στον ουρανό λούζοντας με τις ακτίνες του όλη την πλάση. Ο ήλιος αυτή τη χρονιά ήταν πάρα πολύ δυνατός, η ζέστη ήταν ανυπόφορη και όλα τα σπαρτά ξάπλωναν ξερά στο χώμα. Το μοναχικό έλατο προσπαθούσε να αντέξει τη ζεστή ημέρα και περίμενε να έρθει η νύχτα για να ξεκουραστεί από την πρωτοφανή οργή του ήλιου. Μέρα με τη μέρα η ζέστη γινόταν πιο έντονη και όλα τα δένδρα ήταν πολύ φοβισμένα γιατί δεν είχαν αντιμετωπίσει ξανά τέτοια κατάσταση.
Ένα μεσημέρι το μοναχικό έλατο άκουσε κάτι περίεργους ήχους από μακριά οι οποίοι καθώς περνούσε η ώρα γίνονταν ακόμα πιο δυνατοί. Μία πρωτόγνωρη άσχημη μυρωδιά άρχισε να σκεπάζει τον καθαρό αέρα κι ένας καυτός θυμωμένος άνεμος φύσαγε με μανία. Φωτιά! Αυτό ήτανε, μία μεγάλη φωτιά.
Το μοναχικό έλατο έτρεμε από τον φόβο του περιμένοντας ανυπεράσπιστο το τέλος του. Θυμήθηκε το φίλο του, έγειρε τα κλαδιά του, χάιδεψε τον κομμένο κορμό και του είπε. «Καλέ μου φίλε, εσένα σε πήραν οι άνθρωποι, εμένα θα με πάρει η φωτιά. Ελπίζω όταν ξαναβρεθούμε να μείνουμε μαζί για πάρα πολλά χρόνια και να είμαστε χρήσιμα δένδρα για τη σκιά μας, για τις φωλιές των πουλιών, για τα νερά του βουνών, για τον καθαρό αέρα που αναπνέουν οι άνθρωποι.»
Στην Αυστραλία κάηκε έκταση όσο το 1/3 της Ελλάδας, αφανίστηκαν περί τα 1,25 δισεκατομμύρια ζώα, η ποιότητα του νερού αλλοιώθηκε, το κλίμα υποβαθμίστηκε κι εμείς ναρκωμένοι από την υπερκατανάλωση και την άνιση ανάγκη επιβίωσης κατασκευάζουμε πυρηνικά, δημιουργούμε πολέμους, σπέρνουμε απορρίμματα και ταξιδεύουμε αχόρταγα σε όλη τη Γη σε ένα κυνήγι εφήμερης επιτυχίας και εικονικής ευτυχίας καταστρέφοντας τις κολόνες του παγκόσμιου σπιτιού μας.
Τι σοφή εξέλιξη!