Οδηγώντας στην πολυάνθρωπη πόλη ανάμεσα στα χρωματιστά αμάξια παρατηρώ και ακούω τους ήχους της εξέλιξης να τρέχουν και να χάνονται στα βιαστικά βήματα των περαστικών. Όλοι πάνε κάπου διαγράφοντας νοητές διαδρομές στα πεζοδρόμια, στους κήπους, στις πλατείες, στα σοκάκια, στους πολυσύχναστους μεγάλους δρόμους και ανταμώνουν τα φευγαλέα βλέμματα σε ένα ατέλειωτο παιχνίδι σκέψεων.
Μέσα σε αυτή την πανδαισία ήχων και εικόνων έπιασα το μυαλό μου να στοχεύει στον επίμονο έντονο ήχο της κόρνας του διπλανού οδηγού ο οποίος με μανία πατούσε το τιμόνι για να κερδίσει λίγο χρόνο. Που να πηγαίνει; Γιατί βιάζεται; Πολλές εικόνες συνωστισμένες στο κεφάλι μου ανταγωνίστηκαν την πρωτιά. Μήπως είναι αργοπορημένος, σε επαγγελματική συνάντηση ή στο πρώτο ραντεβού με την γυναίκα των ονείρων του ή στο προγραμματισμένο ραντεβού με τον γιατρό ή στην παρέα που τον περιμένει ή απλά είναι νευρικός; Δεν μπορούσα να γνωρίζω τι τον διέτασσε να σημάνει τόσο έντονα την ακίνητη παρουσία του. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι μία σκέψη παρακινεί την λογική να εκφραστεί με όποιο μέσο είναι διαθέσιμο. Η κόρνα κάτι μου έλεγε. Μιλούσε σε μία γλώσσα δυσνόητη σε μένα που μοναχά αυτός ο οδηγός μπορούσε να εξηγήσει. Μονάχα αυτός μπορούσε να ξεθάψει της ψυχής του το κουκούτσι. Κι όμως η κόρνα του μου μίλησε. Όπως σε όλους τους ανθρώπους που τον άκουσαν αλλά δεν ένιωσαν την φλογερή του επιθυμία να αποδράσει από τα κάγκελα του «τώρα». Ένα ταξίδι με την κόρνα του έκανα παρέα, με συνεπήρε μαγικά και ξεχασμένος περιπλανήθηκα στα βάθη της ψυχής του.
Βουβές λαλιές οι κόρνες που μιλούν σε όλη τη Γη, πετούν και αγγίζουν την ψυχή μας. Ποιες σκέψεις κουβαλούν στα κύματα του αγέρα που κάθε γόγγυσμα διαβαίνει του αφέντη τους τα θέλω δίχως να λέει το πως και το γιατί. Εξανεμίζει το συναίσθημα ψηλά όσο αντέχει για ν’ ακουστεί σε όποιον περιμένει και να του στείλει λίγη ακόμα υπομονή. Και η κόρνα χτυπά. Και οι σκέψεις περνούν. Και ο χρόνος κυλά.
Και το ταξίδι μου τελείωσε απότομα. Μια κόρνα αλλιώτικη απ΄αυτήν που είχα ακούσει, πιο έντονη, πιο ζόρικη, πιο αγενής μου ‘στελνε μήνυμα και φώναζε «κουνήσου». Αυτή την άκουσα σωστά και καθαρά. «Προχώρα κοιμισμένε, θα μας πάρει η νύχτα!»
Κοίταξα πλάι μου και ο οδηγός είχε φύγει. Κοίταξα από τον καθρέφτη μου πίσω κι είδα έναν άλλο οδηγό σε ένα άλλο αμάξι να σηκώνει το χέρι του τεντωμένο από τα νεύρα. Άκουσα την κόρνα του να μου στέλνει ηχητικά μηνύματα όχι και τόσο ευγενικά. Κοίταξα μπρος μου και ο δρόμος ήταν άδειος. Τότε κατάλαβα που ήμουν και τι έπρεπε να κάνω. Σήκωσα μαλακά το χέρι μου και ζήτησα συγγνώμη. Έβαλα γρήγορα «πρώτη» και ξεκίνησα.
Από τότε κάθε φορά που ακούω μία κόρνα νιώθω μηνύματα να στέλνει, όχι με λέξεις αλλά με αισθήσεις. Κι αν ξέρεις να ακούς έχεις πολλά να μάθεις γιατί κάθε οδηγός σέρνει και την ψυχή μαζί του. Κι όλοι μαζί σε μια σειρά από την τύχη αραδιασμένοι βγάζουμε βόλτα τις ψυχές μας στη δημοσιά. Κι αν δεν μιλάμε μεταξύ μας, μιλάνε οι ψυχές μας.
Με υπομονή και αγάπη.