Καλοκαίρι, ζέστη, καύσωνας, άνεμος, απροσεξία, πυρκαγιά, ολιγωρία, έλλειψη συντονισμού, πανικός, καταστροφή, απώλειες, θρήνος. Λέξεις που διάβηκαν τη σκέψη μας και κατηφόρισαν σκληρές στα εσώψυχά μας. Εικόνες που σημάδεψαν μάτια πνιγμένα στον καπνό της αδικίας.
Πολλά θα πεις, κάποια θα γίνουν κι άλλα θα σβήσουν στον αέρα του βοριά. Μα όσα κι αν πεις, όσα κι αν κάνεις, οι άνθρωποι που έφυγαν αδόκητα, κοιτούν από ψηλά τα πεπραγμένα μας, ζητούν μία αλήθεια να φανεί, ένα ερώτημα, μία απαίτηση από εμάς που συνεχίζουμε. Γιατί η ανικανότητα της φύσης μας να αντιστεκόμαστε «στα θέλω» του μοιραίου βαραίνει περισσότερο όταν βαδίζουμε στο δρόμο του τυχαίου;
Ίσως να ήταν διαφορετικά αν έτρεχε ο άνεμος αλλού να βρει μονάχα δένδρα και θάμνους και πλαγιές την φλόγα να σκορπίσει. Σίγουρα θα ΄τανε αλλιώς αν όλοι γνώριζαν το δρόμο της φυγής στη σωτηρία. Μα ήρθαν τα πράγματα παράλογα και η ιστορία έγραψε στυγνά πόνο, θυμό, λύπη, οργή, φόρο βαρύ και ασήκωτο.
Όλοι μας φταίμε για την κάθε συμφορά που όσο ζούμε κουβαλάμε την ευθύνη αυτή στις πλάτες μας. Όλο μαθαίνουμε αλλά ξεχνάμε. Όλο προοδεύουμε αλλά δεν είναι αρκετό να μείνουμε αλώβητοι στην πλάση.
Κανείς δεν θέλει τους ανθρώπους του να χάνει. Κανείς δεν θέλει για κανέναν δυστυχία. Μείναμε άλαλοι, ακίνητοι, σκυφτοί, στο ύπουλο πλήγμα μιας ανήκουστης στιγμής.
Να μην ξεχνάμε τους άνθρωπους που χάθηκαν ανέλπιστα μέσα σε αυτό το θεϊκό ή και ανθρώπινο ακραίο λάθος. Να μην ξεχνάμε και αυτούς που πληγωμένοι ψυχικά και υλικά τα σκορπισμένα τα κομμάτια τους μαζεύουν σιωπηλά και συνεχίζουν να παλεύουν θαρρετά να επανέλθουν.
Να μην ξεχνάμε και αυτούς που τους ανθρώπους τους γυρεύουν μα δεν βρίσκουν.
Να μην ξεχνάμε.