Πόσο αδύναμος, μικρός και ανήμπορος φαίνεται ο άνθρωπος όταν η γη χορεύει στο δικό της το ρυθμό. Ένας σεισμός που έρχεται και φεύγει βιαστικά αφήνει πίσω του μνήμες βαθιά χαρακωμένες. Που ήμασταν, τι κάναμε, τι λέγαμε, τι στριφογύριζε στο σύνθετο κεφάλι μας.
Και όταν φθάνει η απρόβλεπτη η ώρα, ο φόβος χαίρεται και η ανούσια ύπαρξη σφιχτά τον αγκαλιάζει σα ναυαγός που μια σανίδα σωτηρίας γυρεύει από παντού. Όλα ξεχνιούνται τούτες τις ώρες της απρόσμενης σιωπής. Μοιάζουμε ένα κι ευθύς εξαφανίζονται οι ανόητες απόψεις που μας ποτίζουν διαφορές σε αυτή την όμορφη μα πρόσκαιρη ζωή μας.
Γίνονται φίλοι οι εχθροί και αγάπη όλο το μίσος σαν αντικρίζεται ο εχθρός που είναι για όλους ίδιος. Όλοι είναι ίσοι και θνητοί απέναντι στην δύναμη της φύσης. Η σκέψη στέκει ακίνητη και ο χρόνος παγωμένος. Είναι από εκείνες τις στιγμές που διαγράφονται όλα και καθαρίζουν οι βρομιές από το νου τελείως.
Μα αν ο σεισμός νεκρούς σταμάταγε να φτιάχνει, θα ‘θελα να ‘ρχεται συχνά και να μας το θυμίζει, ότι αν είχαμε κοινό εχθρό μας όλοι, μια δύναμη πιο ισχυρή απ΄ τη δική μας γνώση, μια δύναμη που όλα τα σαρώνει, ειρήνη θα ΄χαμε παντού χωρίς ποτέ πολέμους, χωρίς αντιπαλότητες και αιματοχυσίες. Γιατί ο νους στραμμένος θα ‘τανε προς τον κοινό εχθρό μας και δεν θα πολεμούσαμε ποτέ τον εαυτό μας.