Ενα πρωινό σε έναν από τους μεγάλους δρόμους της Αθήνας τα αυτοκίνητα αργοκυλούν συνωστισμένα στο μαύρο ασφάλτινο ποτάμι. Σε κάποιο από τα ατέλειωτα φανάρια της, ένας ηλικιωμένος περιμένει στο πεζοδρόμιο να δει το «πράσινο ανθρωπάκι» από την άλλη πλευρά του δρόμου. Μαζί με αυτόν και άλλοι.
Ηταν σκυφτός, κουρασμένος, έσερνε τα χρόνια μαζί του, μια μόνιμη πιστή συντροφιά. Που να πηγαίνει άραγε; Στο φαρμακείο, στο καφενείο, στα παιδιά του, στα εγγόνια του; Μοιάζει πως πάει κάπου. Προσηλωμένη η θολή ματιά του στο «ανθρωπάκι», πότε θα αλλάξει ή ζωγραφιά, πότε θα αλλάξει χρώμα. Ακίνητη αναμονή. Ηρθε η ώρα.
Το «ανθρωπάκι» έγινε πράσινο. Οι άνθρωποι ξεχύθηκαν στη διάβαση κι από τις δυο μεριές και άρχισαν να μπλέκονται προσπαθώντας οι μεν να αποφύγουν την πρόσκρουση με τους δε. Ανάμεσά τους μία γυναίκα, λαμπερή, φωτεινή, ξεχώριζε από το αέρινο περπάτημά της. Σίγουρη, χαρούμενη, άστραφτε από δροσιά και χάρη. Διέσχισε γρήγορα τη διάβαση και έφθασε στον ηλικιωμένο άνθρωπο απλώνοντας το χέρι της. Δεν έβλεπα καλά, ήταν αμάξια εμπρός μου.
Είδα τον γέροντα να της χαμογελά και να της γνέφει «ευχαριστώ» γέρνοντας το κεφάλι χαμηλά. Και το χαμόγελο να φτάνει ως τ΄ αυτιά του, τόσο που η αύρα του άγγιξε κι εμένα. Χάρηκα που χάρηκε. Η γυναίκα συνέχισε την πορεία της και άφησε τον γέροντα να την κοιτά συνέχεια χαμένος στη χαρά του ξεχνώντας το «πράσινο ανθρωπάκι».
Το «ανθρωπάκι» έγινε κόκκινο, οι πεζοί εξαφανίστηκαν από το δρόμο και τα αμάξια κίνησαν να πάνε στο σκοπό τους. Ξεκίνησα κι εγώ. Πέρασα από τον γέροντα κοντά και είδα τι κρατούσε. Το πλαστικό του κυπελλάκι κι ένα χαρτόνι από κούτα που έγραφε «ΠΙΝΑΟ».
Στάθηκε τυχερός ο γέροντας. Μάζεψε τη χαρά και από πεζούς και πήρε σήμερα δωράκι. Αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να περάσει από τα παράθυρα των οδηγών όταν το «πράσινο ανθρωπάκι» του επιτρέπει να αποζητά βοήθεια.